κατακυρώνομαι

κατακυρώνομαι
κατακυρώνομαι, κατακυρώθηκα, κατακυρωμένος βλ. πίν. 4

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κυριώ — κυριῶ, όω (Α, Μ κυριώνω) [κύριος] μσν. 1. καθιστώ κάτι έγκυρο, επικυρώνω 2. δίνω κύρος σε κάποιον ή σε κάτι 3. πραγματοποιώ, εκπληρώνω 4. εγκαθιστώ κάποιον κάπου 5. επιτρέπω σε κάποιον να υπάρξει 6. μέσ. κυριώνομαι α) καθίσταμαι έγκυρος β)… …   Dictionary of Greek

  • κυρώνω — (AM κυρῶ, όω) 1. καθιστώ κάτι έγκυρο, δίνω σε κάτι κύρος, επικυρώνω (α. «ο νόμος πρέπει να κυρωθεί από τον πρόεδρο τής Δημοκρατίας» β. «ἡ ἐκκλησία κυρώσασα ταῡτα διελύθη», Θουκ. γ. «ἐκεκύρωτο ὁ γάμος Κλεισθένεϊ», Ηρόδ.) 2. επιβεβαιώνω, πιστοποιώ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”